βραχυσώματος

βραχυσώματος
βραχυσώματος, -ον (Α)
ο βραχύσωμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βραχυσωμάτων — βραχυσώματος short of body masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς. Πρώτο συνθετικό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την σε όγκο, μήκος, έκταση ή ποσό βραχύτητα. Πρβλ. βραχυδάκτυλος, βραχυκέφαλος, βραχύπτερος, βραχυσκελής αρχ. βραχύλογος και βραχυλόγος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”